Πρόσφατα, η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε νόμου που αφορά στις μετακινήσεις οχημάτων μετά από τροχαία ατυχήματα. Η εικόνα, περί του θέματος, είναι γνώριμη σε όλους, με ένα μικρό τροχαίο ατύχημα, χωρίς τραυματισμούς και σοβαρές ζημιές, να δημιουργεί κυκλοφοριακό χάος στους δρόμους. Η ακινητοποίηση οχημάτων στη μέση του δρόμου προκαλεί μεγάλες καθυστερήσεις, νεύρα στους οδηγούς και ενίοτε δευτερογενή ατυχήματα. Η νέα ρύθμιση, μέσω των σχετικών τροποποιήσεων που δημοσιεύθηκαν στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 25 Ιουλίου, 2025 (Παράρτημα Ι, Μέρος Ι) μέσω του περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κινήσεως (Τροποποιητικού) (Αρ. 3), Νόμου του 2025 (Ν. 146(Ι)/2025), καθορίζει πότε και υπό ποιες προϋποθέσεις μπορούν τα οχήματα να μετακινούνται μετά από τροχαία σύγκρουση.
Σύμφωνα με το νέο νόμο, ως έχει τροποποιηθεί, τα οχήματα που έχουν εμπλακεί σε τροχαίο ατύχημα μπορούν να μετακινηθούν εφόσον πληρούνται συγκεκριμένες προϋποθέσεις, ήτοι: 1. Συναίνεση όλων των εμπλεκομένων οδηγών στη μετακίνηση• 2. απουσία εμφανών σωματικών βλαβών σε οποιοδήποτε πρόσωπο• 3. καμία καταγγελία ή παράπονο για τραυματισμό• 4. έλεγχος και εγκυρότητα των εγγράφων των εμπλεκομένων οδηγών• 5. δυνατότητα μετακίνησης των οχημάτων χωρίς ρυμούλκηση και χωρίς πρόκληση περαιτέρω ζημιών• και, 6. η διασφάλιση της ασφάλειας και της ομαλής ροής της κυκλοφορίας κατά τη μετακίνηση.
Η νέα νομοθεσία δεν περιορίζεται μόνο στη μετακίνηση, αλλά αφορά και στις ενέργειες των οδηγών των εμπλεκομένων οχημάτων, ήτοι στην άμεση ενημέρωση της ασφαλιστικής τους εταιρείας και η λήψη φωτογραφιών από τη σκηνή του ατυχήματος, ώστε να διασφαλιστούν τα αποδεικτικά στοιχεία σε περίπτωση διεκδικήσεων. Οι ενέργειες αυτές προστατεύουν τόσο τους ίδιους όσο και τις ασφαλιστικές διαδικασίες, μειώνοντας παράλληλα τον χρόνο που χρειάζεται για την καταγραφή και διευθέτηση των περιστατικών.
Η εφαρμογή του νέου νόμου αποτελεί σημαντικό βήμα για την αποσυμφόρηση του οδικού δικτύου. Στόχος του είναι ο περιορισμός των καθυστερήσεων που προκαλούνται από μικρά ατυχήματα, τα οποία συχνά δημιουργούν μεγαλύτερο πρόβλημα από το ίδιο το περιστατικό. Παράλληλα, η θεσμοθέτηση συγκεκριμένων προϋποθέσεων και υποχρεώσεων ενισχύει την οδική ασφάλεια, καθώς η άμεση απομάκρυνση των οχημάτων μειώνει τον κίνδυνο νέων συγκρούσεων.
Συμπερασματικά, η νέα ρύθμιση για τις μετακινήσεις οχημάτων μετά από τροχαία ατυχήματα έρχεται να καλύψει ένα κενό που επί χρόνια ταλαιπωρούσε τους οδηγούς. Με συγκεκριμένες ρήτρες και δυνατότητες, μπορεί να διασφαλίσει ότι οι μικρές συγκρούσεις δεν θα μετατρέπονται, πλέον, σε μεγάλα κυκλοφοριακά προβλήματα, ενώ παράλληλα προστατεύει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις όλων των εμπλεκομένων. Απομένει, φυσικά, να δούμε το νόμο να εφαρμόζεται στην πράξη, ούτως ώστε να εντοπιστούν τυχόν σημεία βελτίωσής του. Αποτελεί, εν πάσει περιπτώσει, ένα καλοδεχούμενο πρώτο βήμα για ένα μείζον ζήτημα που συχνά προκαλείται στο οδικό δίκτυο, φιλοδοξώντας να κάνει τους δρόμους μας πιο ασφαλείς και λειτουργικούς.